ἱπποσύνας

ἱπποσύνας
ἱπποσύνᾱς , ἱππόσυνος
fem acc pl
ἱπποσύνᾱς , ἱππόσυνος
fem gen sg (doric aeolic)
ἱπποσύνᾱς , ἱπποσύνη
the art of driving the war-chariot
fem acc pl
ἱπποσύνᾱς , ἱπποσύνη
the art of driving the war-chariot
fem gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • διδάσκω — και διδάχνω (AM διδάσκω, Μ και διδάχνω) 1. μαθαίνω σε κάποιον κάτι, μεταδίδω γνώσεις («εδίδασκε τα ελληνικά γράμματα», «τὸν διδάσκει τοὺς δεσμοὺς ἐκεῑνος τῆς ἀγάπης», «σε... ἱπποσύνας ἐδίδαξαν», «μέ δίδαξε η ζωή», «πολλὰ διδάσκει μ ὁ πολὺς… …   Dictionary of Greek

  • ιππόσυνος — ύνη, ο(ν) (Α ἱππόσυνος, ύνη, ον) [ίππος] νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η ιπποσύνη α) η μεσαιωνική περίοδος κατά την οποία οι πολεμιστές που κατάγονταν από ευγενείς είχαν κοινή αναγνώριση και φήμη β) η κοινωνική τάξη τών ιπποτών γ) η ιδιότητα τού ιππότη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”